Τα παιδιά δε κάνει να πεθαίνουν


Κάθομαι στο γραφείο με ανοιχτό τον υπολογιστή και μπαίνει ένας τρόφιμος για να μου ζητήσει τα φάρμακά του που είχε ξεχάσει πως τα ήπιε. Περνάει η εικόνα του νεκρού παιδιού στην παραλία και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Τι είναι αυτό;
– Ένα παιδί. 
– Γιατί δεν το σηκώνουν; Θα πνιγεί.
– Έχει πνιγεί.
– Η μαμά του πού είναι;
– Δεν ξέρω.


– Να τη βάλουν φυλακή. Δεν πρόσεξε το παιδί.
– Δεν φταίει η μαμά του. Το έβαλε σε μια βάρκα, για να το σώσει από τον πόλεμο, αλλά γι’ αυτές τις βάρκες δεν υπάρχει λιμάνι.
– Γιατί δεν υπάρχει λιμάνι;
– Γιατί οι χώρες που δεν έχουν πόλεμο δεν τους θέλουν.
– Πρόσφυγες είναι δηλαδή;
– Πρόσφυγες.
– Άκουσε, Μαρία μου…
– Δε με λένε Μαρία, βρε Γιάννη.
– Δεν έχει σημασία. Τυχαίο είναι το όνομά σου. Τυχαίο και που δεν ζεις στον πόλεμο. Αυτοί που δεν θέλουν τους πρόσφυγες είναι καταραμένοι. Δεν πρόκειται να αλλάξουν. Η γη δεν ανήκει σε κανέναν. Οι άνθρωποι δεν έδωσαν γη σε αυτό το παιδί για να περπατήσει, αλλά η γη του έδωσε μια γωνιά για να πεθάνει. Το χώμα δεν κάνει διακρίσεις. Τους δέχεται όλους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους …όλους.
– Πιστεύεις ότι ξεκουράστηκε;
– Φυσικά. Κοιμάται μπρούμυτα, για να μην βλέπει τους ανθρώπους.
– Πήγαινε στο κρεβάτι σου να ξαπλώσεις. Είναι μεσημέρι.
– Μη με διώχνεις όταν συζητάμε.
– Δεν αντέχω να συζητάω άλλο.
– Αν δεν αντέχεις να πας στον πρωθυπουργό και να του πεις ότι τους θέλουμε τους πρόσφυγες. Να τους φέρουν εδώ. Έχουμε χώρο. Εγώ θα ξαπλώσω κοντά στον τοίχο και χωράει να κοιμηθεί και άλλος ένας στο κρεβάτι μου. Και το φαΐ πολύ είναι. Φτάνει για όλους. Έτσι να του πεις. Τα παιδιά δεν κάνει να πεθαίνουν. Θα του το πεις;
– Δε μπορώ να του το πω, αλλά θα το πω σε πολλούς ανθρώπους σε λίγο.
– Θα πας σε πλατεία να βγάλεις λόγο;
– Κάπως έτσι.
– Να τους πεις να τα αγαπάνε τα παιδιά.
– Θα τους το πω.
– Και να μου φέρεις τα φάρμακά μου.»
Συζήτηση με έναν «τρελό». Είναι στο κρεβάτι του και κλαίει. Δε ζητάει πια τα φάρμακά του.
Έχει μαζευτεί κοντά – κοντά στον τοίχο και μονολογεί… «Τι ένας της είπα; Αν μαζευτώ πιο πολύ και δυο χωράνε.»
(Ίλντα Νταλί, νοσηλεύτρια στο Δαφνί)